-
1 απολαύση
ἀπολαύσηι, ἀπόλαυσιςact of enjoying: fem dat sg (epic)ἀπολαύωhave enjoyment of: aor subj mid 2nd sgἀπολαύωhave enjoyment of: aor subj act 3rd sgἀπολαύωhave enjoyment of: fut ind mid 2nd sg -
2 ἀπολαύσῃ
ἀπολαύσηι, ἀπόλαυσιςact of enjoying: fem dat sg (epic)ἀπολαύωhave enjoyment of: aor subj mid 2nd sgἀπολαύωhave enjoyment of: aor subj act 3rd sgἀπολαύωhave enjoyment of: fut ind mid 2nd sg -
3 απόλαυση
[-ις (-εως)] η, απόλαυσμα τό1) наслаждение, удовольствие;είναι απόλαυσ να τον ακούει, να τον βλέπει κανείς — а) он очень забавный; — б) одно удовольствие слушать, видеть его;
2) пользование -
4 απόλαυση
ηGenuss m -
5 απόλαυση
[аполафси] συσ. θ. наслаждение.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > απόλαυση
-
6 απόλαυση
[аполафси] ουσ θ наслаждение. -
7 απόλαυση
zevk, haz, tat, hoşnutluk -
8 απόλαυση
délice -
9 απόλαυση
gustoΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > απόλαυση
-
10 délice
απόλαυση -
11 απολαύσηι
ἀπόλαυσιςact of enjoying: fem dat sg (epic)ἀπολαύσῃ, ἀπολαύωhave enjoyment of: aor subj mid 2nd sgἀπολαύσῃ, ἀπολαύωhave enjoyment of: aor subj act 3rd sgἀπολαύσῃ, ἀπολαύωhave enjoyment of: fut ind mid 2nd sg -
12 ἀπολαύσηι
ἀπόλαυσιςact of enjoying: fem dat sg (epic)ἀπολαύσῃ, ἀπολαύωhave enjoyment of: aor subj mid 2nd sgἀπολαύσῃ, ἀπολαύωhave enjoyment of: aor subj act 3rd sgἀπολαύσῃ, ἀπολαύωhave enjoyment of: fut ind mid 2nd sg -
13 наслаждение
наслаждение с η απόλαυση, η ευχαρίστηση* получить \наслаждение απολαύω, παίρνω ευχαρίστηση* * *сη απόλαυση, η ευχαρίστησηполучи́ть наслажде́ние — απολαύω, παίρνω ευχαρίστηση
-
14 удовольствие
удовольстви||ес1. ἡ εὐχαρίστηση [-ις]/ ἡ ἀπόλαυση [-ις], ἡ διασκέδαση (развлечение):находить \удовольствие в чем-л. βρίσκω εὐχαρίστηση σέ κάτι· испытывать \удовольствие αίσθάνομαι εὐχαρίστηση[ν]· доставлять \удовольствие кому-л. προξενώ εὐχαρίστηση σέ κάποιον для собственного \удовольствиея γιά τό κέφι μου· с \удовольствиеем а) μέ εὐχαρίστηση, б) εὐχαρίστως (в ответе)·2. (развлечение) ἡ διασκέδαση[-ις], ἡ ἀπόλαυση [-ις], ἡ ψυχαγωγία:предаваться \удовольствиеям τό ρίχνω στίς διασκεδάσεις· ◊ жить в свое \удовольствие καλοζῶ, καλοπερνώ, περνώ ζωή καί κότα. -
15 наслаждение
-я ουδ.απόλαυση, τέρψη, ηδονή ευφροσύνη, αγαλλίαση•эта работа для меня наслаждение αυτή η δουλειά για μένα είναι απόλαυση.
-
16 zevk
1. απόλαυση, κέφι, αναγάλλιασμα, ψυχαγωγία2. απόλαυση, αρέσκεια, τέρψη -
17 наслаждение
наслаждениес ἡ ἀπόλαυση [-ις], ἡ τέρ-Ψη [-ις],, ἡ ήδονή. -
18 растягивать
растягиватьнесов1. (вытягивать) τεντώνω, τσιτώνω, τανύω:\растягивать сыру́ю кожу τεντώνω τό ἀκατέργαστο δέρμα· \растягивать о́бувь (узкую) ἀνοίγω τά παπούτσια·2. (лишать упругости) χαλαρώνω:\растягивать подтяжки χαλαρώνω τίς τιράντες·3. (расстилать) ἀπλώνω:\растягивать копер по полу ἀπλώνω τό χαλί στό πάτωμα4. (повреждать) στραγγουλίζω, στρομπουλίζω:\растягивать связки στραοποολίζω (или παθαίνω) διάστρεμμα·5. (продлевать) παρατείνω/ παραμακραί-νω, παρατραβώ (слишком сильно):\растягивать работу на месяц παρατείνω τήν ἐργασία ἐπί ἕνα μήνα· \растягивать доклад παραμακραίνω τήν εἰσήγηση· \растягивать удовольствие παρατείνω τήν ἀπόλαυση· ◊ \растягивать слова (ό)μιλώ σέρνοντας τίς λέξεις· \растягивать фронт ἀπλώνω πολύ τό μέτωπο. -
19 αισθητικός
η, ό[ν] 1.1) чувствительный (о клетках, нервах); 2) относящийся к чувственному восприятию;η αισθητική αντίληψη — восприятие;
3) эстетический;αισθητική απόλαυση — эстетическое наслаждение;
2. (ο) эстетик -
20 απόλαψη
η см. απόλαυση
- 1
- 2
См. также в других словарях:
απόλαυση — απόλαυση, η και απόλαψη, η ευχαρίστηση, διασκέδαση, τέρψη: Πίστευε πως το τσιγάρο ήταν μια απόλαυση που δεν έπρεπε να τη στερηθεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απόλαυση — η (AM ἀπόλαυσις) [απολαύω] 1. ευχαρίστηση, τέρψη 2. ωφέλεια, κέρδος 3. φρ. «είναι απόλαυση αυτός» είναι διασκεδαστικό να τον βλέπεις ή να τον ακούς μσν. 1. αγαλλίαση 2. υποδοχή αρχ. ανταπόδοση, ανταμοιβή … Dictionary of Greek
ἀπολαύσῃ — ἀπολαύσηι , ἀπόλαυσις act of enjoying fem dat sg (epic) ἀπολαύω have enjoyment of aor subj mid 2nd sg ἀπολαύω have enjoyment of aor subj act 3rd sg ἀπολαύω have enjoyment of fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηδονή — Το ευχάριστο συναίσθημα που προκαλεί μια απόλαυση ή μια ευχάριστη είδηση, μια ανάμνηση ή μια τέρψη. Στην ψυχολογία, η. είναι το ευχάριστο συναίσθημα που προκαλείται στη συνείδησή μας από την εκπλήρωση φυσικών ή ψυχικών αναγκών του οργανισμού μας … Dictionary of Greek
λάω — (I) λάω (Α) 1. (λ. αμφβλ. ερμ.) βλέπω ή, κατ άλλους, αρπάζω, συλλαμβάνω, ή, κατ άλλους, τρώγω με απόλαυση (α. «κύων ἔχε ποικίλον ἐλλόν, ἀσπαίροντα λάων» ο σκύλος κρατούσε το μικρό πολύχρωμο ελάφι: i. βλέποντάς το να σπαράζει ii. αρπάζοντάς το… … Dictionary of Greek
Ταϊτσούνγκ — Πόλη (περ. 715.000 κάτ.) της Ταϊβάν πρωτεύουσα της ομώνυμης κομητείας, σε απόσταση 130 χλμ. από την Ταϊπέι. Βρίσκεται στη μέση μιας γόνιμης περιοχής, στην οποία καλλιεργείται ρύζι, ζαχαροκάλαμα, μπανανιές, τσάι, καπνός και πατάτες. Διαθέτει ακόμα … Dictionary of Greek
ἀπολαύσηι — ἀπόλαυσις act of enjoying fem dat sg (epic) ἀπολαύσῃ , ἀπολαύω have enjoyment of aor subj mid 2nd sg ἀπολαύσῃ , ἀπολαύω have enjoyment of aor subj act 3rd sg ἀπολαύσῃ , ἀπολαύω have enjoyment of fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήδος — ἦδος, εος, δωρ. τ. ἆδος, τό (Α) 1. ηδονή, ευφροσύνη, ευχαρίστηση, απόλαυση («ἀλλά τί μοι τῶν ἦδος;» και ποιά ευχαρίστηση έχω από αυτά; Ομ. Ιλ.) 2. ξίδι, όξος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ήδος με τη σημ. «ηδονή, απόλαυση» < ήδομαι, με ομηρική ψίλωση (πρβλ.… … Dictionary of Greek
αγαθό — To αντικείμενο του κλάδου της φιλοσοφίας που ονομάζεται ηθική. Στην ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης ο όρος χρησιμοποιήθηκε ως προσδιορισμός ενός συνόλου προβλημάτων και θεωριών που συνδέονται με την αρετή, αλλά και με ό,τι γενικά εμφανίζεται ως… … Dictionary of Greek
αλγολαγνεία — Σεξουαλική διαστροφή. Η ανάγκη ορισμένων ανώμαλων ατόμων να συνδυάζουν τη σεξουαλική πράξη με τη βία, την ταπείνωση, τη σκληρότητα κλπ., με στόχο τη μεγαλύτερη σεξουαλική απόλαυση ή και την ίδια τη σεξουαλική ηδονή, που είναι ανίκανοι να… … Dictionary of Greek
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek